- δίστηλος
- -η, -ο1. αυτός που αποτελείται από δύο στήλες: Δίστηλο άρθρο εφημερίδας.2. το ουδ. ως ουσ., δίστηλο κάθε δημοσίευμα που καταλαμβάνει δύο στήλες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.